βαβά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαβά < παιδική γλώσσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαβά ουδέτερο άκλιτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαβά θηλυκό
- (σε μερικές τοπικές διαλετους) άλλη μορφή του βάβα, γιαγιά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το θηλυκό χρησιμοποιήθηκε μόνο στον ενικό