βαγεναριό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ʝe.naɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γε‐να‐ριό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαγεναριό ουδέτερο
- άλλη μορφή του βαγεναρείο: αποθηκευτικός χώρος, όπου φυλάσσεται το κρασί ενός μοναστηριού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαγεναριό
|