βαγόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαγόνι τα βαγόνια
      γενική του βαγονιού των βαγονιών
    αιτιατική το βαγόνι τα βαγόνια
     κλητική βαγόνι βαγόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παλιό βαγόνι αμαξοστοιχίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαγόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagone < γαλλική wagon < αγγλική wagon

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈɣo.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαγόνι ουδέτερο

  1. σιδηροδρομικό όχημα χωρίς δική του μηχανή, μέρος ενός συρμού
  2. (συνεκδοχικά) φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε ένα σιδηροδρομικό όχημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]