βαθμοθηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθμοθηρία < βαθμοθήρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαθμοθηρία θηλυκό
- η επιδίωξη ενός μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή να πάρει όσο το δυνατόν ψηλότερους βαθμούς στα μαθήματά του, το κυνήγι του βαθμού ως αυτοσκοπός