βαθμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθμολογώ < βαθμός + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

βαθμολογώ

  1. βάζω έναν βαθμό σε κάτι ή κάποιον αξιολογώντας την επίδοσή του
    αν ο πρώτος βαθμολογητής βάλει σε μια έκθεση 14 και ο δεύτερος τη βαθμολογήσει με 18, το γραπτό πάει για αναβαθμολόγηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]