βαθμονόμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμονόμηση οι βαθμονομήσεις
      γενική της βαθμονόμησης των βαθμονομήσεων
    αιτιατική τη βαθμονόμηση τις βαθμονομήσεις
     κλητική βαθμονόμηση βαθμονομήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθμονόμηση < βαθμονομώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαθμονόμηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]