βαθύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύς η βαθιά
βαθεία
το βαθύ
      γενική του βαθιού, βαθύ
βαθέος
της βαθιάς
βαθείας
του βαθιού, βαθύ
βαθέος
    αιτιατική τον βαθύ τη βαθιά
βαθεία
το βαθύ
     κλητική βαθύ βαθιά
βαθεία
βαθύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθιοί
βαθείς
οι βαθιές
βαθείες
τα βαθιά
βαθέα
      γενική των βαθιών
βαθέων
των βαθιών
βαθειών
των βαθιών
βαθέων
    αιτιατική τους βαθιούς
βαθείς
τις βαθιές
βαθείες
τα βαθιά
βαθέα
     κλητική βαθιοί
βαθείς
βαθιές
βαθείες
βαθιά
βαθέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθύς < αρχαία ελληνική βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθύς, -ιά, -ύ

  • επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την φυσική ιδιότητα ενός ουσιαστικού ως προς:
    1. την 'αντίθετη' διάσταση του ύψους (απόσταση προς τον ουρανό), την απόσταση δηλαδή προς την γη.
    2. την απόσταση από τον παρατηρητή καθώς κοιτάζει προς τα κάτω (ή καμμιά φορά προς τα μέσα).
    3. (μεταφορικά) το εύρος (όπως των γνώσεων)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαθῠ́ς βαθεῖᾰ τὸ βαθῠ́
      γενική τοῦ βαθέος τῆς βαθείᾱς τοῦ βαθέος
      δοτική τῷ (βαθέϊ) βαθεῖ τῇ βαθείᾳ τῷ (βαθέϊ) βαθεῖ
    αιτιατική τὸν βαθῠ́ν τὴν βαθεῖᾰν τὸ βαθῠ́
     κλητική ! βαθῠ́ βαθεῖᾰ βαθῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (βαθέες) βαθεῖς αἱ βαθεῖαι τὰ βαθέ
      γενική τῶν βαθέων τῶν βαθειῶν τῶν βαθέων
      δοτική τοῖς βαθέσῐ(ν) ταῖς βαθείαις τοῖς βαθέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς βαθεῖς τὰς βαθείᾱς τὰ βαθέ
     κλητική ! (βαθέες) βαθεῖς βαθεῖαι βαθέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθέε (βαθεῖ) τὼ βαθείᾱ τὼ βαθέε (βαθεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν βαθέοιν τοῖν βαθείαιν τοῖν βαθέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)

Επίθετο[επεξεργασία]

βαθύς, -εῖα, -ύ

  1. βαθύς
  2. παχύς, χονδρός
  3. άφθονος
  4. συνετός, σώφρων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]