βακτηριαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βακτηριαιμία θηλυκό
- Η παρουσία βακτηρίων στο αίμα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βακτηριαιμία