βαλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαλής | οι | βαλήδες |
γενική | του | βαλή | των | βαλήδων |
αιτιατική | τον | βαλή | τους | βαλήδες |
κλητική | βαλή | βαλήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική vali < αραβική والي (wālī)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐λής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλής αρσενικό
- (παρωχημένο, αξίωμα) ο διοικητής βιλαετιού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βαλής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αξιώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)