βαλβιδοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλβιδοπλαστική < βαλβιδοπλαστικός < βαλβίδα + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική valvoplasty)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλβιδοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) η χειρουργική αποκατάσταση της μιτροειδούς καρδιακής βαλβίδας (ή άλλων βαλβίδων ή φλεβών)
- Ατυχώς όμως, ακόμη και σήμερα οι πλέον σύγχρονες τεχνητές βαλβίδες δεν καλύπτουν όλες τις φυσιολογικές ιδιότητες της ανατομικής μιτροειδούς βαλβίδας, αλλά παρουσιάζουν μειονεκτήματα, τα οποία μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με τη μέθοδο της βαλβιδοπλαστικής. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλβιδοπλαστική