βαλβιδοστάσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βανοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλβιδοστάσιο τα βαλβιδοστάσια
      γενική του βαλβιδοστάσιου
βαλβιδοστασίου
των βαλβιδοστάσιων
βαλβιδοστασίων
    αιτιατική το βαλβιδοστάσιο τα βαλβιδοστάσια
     κλητική βαλβιδοστάσιο βαλβιδοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλβιδοστάσιο < βαλβίδα + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλβιδοστάσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]