βαλιτσάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλιτσάρα | οι | βαλιτσάρες |
γενική | της | βαλιτσάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαλιτσάρα | τις | βαλιτσάρες |
κλητική | βαλιτσάρα | βαλιτσάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλιτσάρα < βαλίτσα + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλιτσάρα θηλυκό
- μεγεθυντικό του βαλίτσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλιτσάρα
|