βαμβακοπαραγωγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακοπαραγωγή οι βαμβακοπαραγωγές
      γενική της βαμβακοπαραγωγής των βαμβακοπαραγωγών
    αιτιατική τη βαμβακοπαραγωγή τις βαμβακοπαραγωγές
     κλητική βαμβακοπαραγωγή βαμβακοπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαμβακοπαραγωγή < βαμβακο- + -παραγωγή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.pa.ɾa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμ‐βα‐κο‐πα‐ρα‐γω‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαμβακοπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]