βαναυσούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαναυσούργημα ουδέτερο
- έργο που προσβάλλει την ανθρωπιά μας από ηθική ή αισθητική άποψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαναυσούργημα
|