βαράθρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαράθρωση | οι | βαραθρώσεις |
γενική | της | βαράθρωσης* | των | βαραθρώσεων |
αιτιατική | τη | βαράθρωση | τις | βαραθρώσεις |
κλητική | βαράθρωση | βαραθρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαραθρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαράθρωση < βαραθρώνω + -ση < βάραθρο < αρχαία ελληνική βάραθρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαράθρωση θηλυκό
- το γκρέμισμα σε κάποιο βάραθρο
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) καταστροφή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βάραθρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαράθρωση
|