βαρελοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρελοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής βαρελιών, ο βαρελάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρελοποιός
|