βαρονέτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρονέτος < (λόγιο δάνειο) ιταλική baronetto (με ορθογραφική απλοποίηση) + -ς < αγγλική baronet < baron + υποκοριστικό επίθημα -et [1] < υστερολατινική baro (αιτιατική: baronem). Τα υποκοριστικά επιθήματα sthn αγγλική -et > -etto > -έτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ɾoˈne.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρο‐νέ‐τος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρονέτος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βαρονέτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)