βαρυσήμαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βαρυσήμαντος, -η, -ο
- που έχει ή αναμένεται να έχει μεγάλη βαρύτητα και μεγάλη σημασία, πολύ σημαντικός
- βαρυσήμαντες δηλώσεις έκανε ο πρωθυπουργός