βασικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασικά < βασικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

βασικά

  • όσον αφορά τη βάση ενός ζητήματος, τα στοιχειώδη ή κυριότερα μέρη του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βασικά