βατευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βατευτής | οι | βατευτές |
γενική | του | βατευτή | των | βατευτών |
αιτιατική | τον | βατευτή | τους | βατευτές |
κλητική | βατευτή | βατευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατευτής αρσενικό
- αυτός που βατεύει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατευτής
|