βαττολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαττολογία < (ελληνιστική κοινή) βαττολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαττολογία θηλυκό
- (λόγιο) η φλυαρία και η πολυλογία (συναντάται ιδιαίτερα στην προσευχή)
- Ο Χριστός επέκρινε τη βαττολογία των ειδωλολατρών