βεδουίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βεδουίνος οι βεδουίνοι
      γενική του βεδουίνου των βεδουίνων
    αιτιατική τον βεδουίνο τους βεδουίνους
     κλητική βεδουίνε βεδουίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεδουίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bedouino < αραβική بَدَوِيّون (badawiyyūn), πληθυντικός του بَدَوِيّ (badawiyy)
Ζωγραφική επεικόνιση μιας οικογένειας βεδουίνων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεδουίνος αρσενικό, βεδουίνα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]