βερεσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βερεσές | οι | βερεσέδες |
γενική | του | βερεσέ | των | βερεσέδων |
αιτιατική | τον | βερεσέ | τους | βερεσέδες |
κλητική | βερεσέ | βερεσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ve.ɾeˈses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐ρε‐σές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερεσές αρσενικό
- το χρεωστούμενο, αυτό που χρωστάει κάποιος για την αγορά προϊόντος με πίστωση
- (μεταφορικά, σκωπτικό) το άτομο που συνήθως αγοράζει με πίστωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βερεσέ, βερεσές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας