βερμπαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερμπαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική verbaliste[1] < verbal(λεκτικός) + -ιστής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veɾ.ba.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερμπαλιστής αρσενικό (θηλυκό βερμπαλίστρια)
- αυτός που χρησιμοποιεί στο λόγο του πομπώδεις λέξεις και εντυπωσιακά εκφραστικά σχήματα, χωρίς όμως σαφήνεια ή ουσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βερμπαλισμός και verbum
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερμπαλιστής
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βερμπαλισμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)