βερνικώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βερνικώνω < βερνίκι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

βερνικώνω, πρτ.: βερνίκωνα, στ.μέλλ.: θα βερνικώσω, αόρ.: βερνίκωσα, παθ.φωνή: βερνικώνομαι, μτχ.π.π.: βερνικωμένος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]