βιβλίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιβλίο τα βιβλία
      γενική του βιβλίου των βιβλίων
    αιτιατική το βιβλίο τα βιβλία
     κλητική βιβλίο βιβλία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλίο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιβλίον[1], υποκοριστικό της λέξης βίβλος < βίβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Global) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viˈvli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐βλί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Βιβλίο πάνω σε γραφείο

βιβλίο ουδέτερο

  1. χειρόγραφα ή τυπωμένα φύλλα χαρτιού ίδιου μεγέθους και σχήματος, τα οποία έχουν συρραφεί από τη μία πλευρά και καλύπτονται με εξώφυλλα. Συνήθως εκδίδονται σε πολλά αντίτυπα
    εγκυκλοπαιδικό βιβλίο, λογοτεχνικό βιβλίο, παιδικά βιβλία
  2. τα φύλλα χαρτιού που καλύπτονται από εξώφυλλα κι είναι συρραμμένα από τη μία πλευρά και προορίζονται για την καταγραφή λογαριασμών, πρακτικών συνεδρίων κ.λπ.
    βιβλίο παραπόνων, λογιστικό βιβλίο
  3. κάθε γραπτή εργασία που έχει εκδοθεί με τη μορφή του βιβλίου
  4. μέρος συγγράμματος με μεγάλη έκταση
    η «Πολιτεία» του Πλάτωνα διαιρείται σε 10 βιβλία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]