βιβλιοδεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιβλιοδεσία οι βιβλιοδεσίες
      γενική της βιβλιοδεσίας των βιβλιοδεσιών
    αιτιατική τη βιβλιοδεσία τις βιβλιοδεσίες
     κλητική βιβλιοδεσία βιβλιοδεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλιοδεσία < βιβλιοδέ(της) + -σία < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Buchbinderei[1]
Η λέξη μαρτυρείται από το 1866

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.vli.o.ðeˈsi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλιοδεσία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]