βιβλιοδετική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλιοδετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου βιβλιοδετικός (βιβλιοδετική τέχνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλιοδετική θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βιβλιοδετική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]