βλαβερότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vla.veˈɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαβερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του βλαβερού
βλαβερότητα θηλυκό