βλαστάριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστάριον < βλαστ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαστάριον ουδέτερο

  1. (βοτανική) το βλαστάρι, νέος βλαστός
  2. (μεταφορικά) νέο δημιούργημα
  3. (μεταφορικά) το τέκνο, το παιδί

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βλαστάνω

Πηγές[επεξεργασία]