βοναπαρτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βοναπαρτισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική bonapartisme[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοναπαρτισμός αρσενικό
- πολιτικό φαινόμενο κατά το οποίο η εξουσία συγκεντρώνεται σε ένα πρόσωπο που έχει τη λαϊκή αποδοχή, κυβερνά αυταρχικά και, ακόμη κι αν πιστεύει ότι υπερασπίζεται τα λαϊκά συμφέροντα, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τους στόχους μιας ολιγαρχίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βοναπαρτισμός
|
- ↑ βοναπαρτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας