βορειοδυτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βορειοδυτικά < βορειοδυτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
βορειοδυτικά
- προς τη βορειοδυτική κατεύθυνση, στο βορειοδυτικό μέρος
- ακολουθούσε τα ίχνη που τον οδηγούσαν βορειοδυτικά
- το χωριό βρίσκεται μόλις 2 μίλια βορειοδυτικά από εδώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορειοδυτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βορειοδυτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βορειοδυτικό