βραδιάζει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραδιάζει < τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
βραδιάζει (απρόσωπο) , πρτ.: βράδιαζε, στ.μέλλ.: θα βραδιάσει, αόρ.: βράδιασε
- έρχεται το βράδυ, πέφτει σιγά σιγά το σκοτάδι
- όταν βράδιαζε μαζευόμαστε στο καθιστικό και ακούγαμε ιστορίες από τον παππού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραδιάζει
|
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βραδιάζει
- τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος βραδιάζω