γάλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γάλλος, γάλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάλλος οι γάλλοι
      γενική του γάλλου των γάλλων
    αιτιατική τον γάλλο τους γάλλους
     κλητική γάλλε γάλλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάλ‐λος
ομόηχα: Γάλλος, γάλος

Επίθετο[επεξεργασία]

γάλλος αρσενικό (θηλυκό γαλλίδα)

  • Γάλλος (σε επιθετική λειτουργία)
    κάθε γάλλος πρόεδρος κατοικεί στο Παλάτι Ελυζέ (Élysée)

Συγγενικά[επεξεργασία]