γένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γένεση οι γενέσεις
      γενική της γένεσης* των γενέσεων
    αιτιατική τη γένεση τις γενέσεις
     κλητική γένεση γενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γένεση < αρχαία ελληνική γένεσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένεση θηλυκό

  1. οι απαρχές, η δημιουργία ενός φαινομένου και η εξέλιξή του μέχρι την πλήρη διαμόρφωσή του
  2. Γένεση: Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • εν τη γενέσει: από την αρχή της ύπαρξης (ενός πράγματος)
    τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται εν τη γενέσει τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]