γαζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

γυναίκες που γαζώνουν (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαζώνω < γαζί

Ρήμα[επεξεργασία]

γαζώνω

  1. ράβω στη ραπτομηχανή
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι διάτρητο με μία ριπή πυροβολισμών
    άγνωστοι γάζωσαν το αυτοκίνητο αρχιμαφιόζου σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]