γαλατιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλατιέρα οι γαλατιέρες
      γενική της γαλατιέρας
    αιτιατική τη γαλατιέρα τις γαλατιέρες
     κλητική γαλατιέρα γαλατιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλατιέρα < γάλα (από τη γενική όχι γάλακτος αλλά γάλατος + -ιέρα(κατά το αλατιέρα, φρουτιέρα, υπό την επίδραση της γαλλικής κατάληξης -ère σε λέξης που συνήθως έληγαν σε ταυ στα ελληνικά ή στα γαλλικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλατιέρα θηλυκό

  • δοχείο για τη φύλαξη του γάλακτος ή για το βράσιμό του, όταν δεν υπήρχε ο βραστήρας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]