γαλομαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλομαχία θηλυκό
- μάχη μεταξύ γάλων
- (στρατιωτική αργκό) τσακωμός μεταξύ νεοσυλλέκτων.
- ↪ Τρεχάτε στην αυλή! Γίνεται γαλομαχία στους νέους!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρατιωτική αργκό
|