γαμίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαμίδι | τα | γαμίδια |
γενική | του | γαμιδιού | των | γαμιδιών |
αιτιατική | το | γαμίδι | τα | γαμίδια |
κλητική | γαμίδι | γαμίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(χυδαίο)
το γαμίδι (el) ουδέτερο, ενικός
τα γαμίδια (el) πληθυντικός
- το αποτέλεσμα του γαμησιού
- κάτι χαλασμένο, κακό, απαίσιο ή ενοχλητικό
- παλιοκατάσταση απαίσιο συναίσθημα ή απαίσιος τόπος, κωλομέρος
- κωλόπαιδο