γαμίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαμίδι τα γαμίδια
      γενική του γαμιδιού των γαμιδιών
    αιτιατική το γαμίδι τα γαμίδια
     κλητική γαμίδι γαμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμώ + -ίδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

(χυδαίο)
το γαμίδι (el) ουδέτερο, ενικός
τα γαμίδια (el) πληθυντικός

  1. το αποτέλεσμα του γαμησιού
  2. κάτι χαλασμένο, κακό, απαίσιο ή ενοχλητικό
  3. παλιοκατάσταση απαίσιο συναίσθημα ή απαίσιος τόπος, κωλομέρος
  4. κωλόπαιδο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]