γαμιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμιάς οι γαμιάδες
      γενική του γαμιά των γαμιάδων
    αιτιατική τον γαμιά τους γαμιάδες
     κλητική γαμιά γαμιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαμιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαμ(έας) + -ιάς < γαμῶ (γαμώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈmɲas/ & /[[Παράρτημα:Προφορά/νέα ελληνικά|1.(με συνίζηση στην κατάληξη)]]/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μιάς

Ουσιαστικό

γαμιάς αρσενικό

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές