γαμιόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαμιόλα | οι | γαμιόλες |
γενική | της | γαμιόλας | — | |
αιτιατική | τη | γαμιόλα | τις | γαμιόλες |
κλητική | γαμιόλα | γαμιόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣaˈmɲo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μιό‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαμιόλα θηλυκό
- (χυδαίο) αυτή που γαμιέται- υβριστικός χαρακτηρισμός
- ※ Ήτανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση, και μαζί η γαμιόλα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα (Μάρκος Βαμβακάρης ο άγιος μάγκας: ο Στέλιος Βαμβακάρης για τον πατέρα του, Μάνος Τσιλιμίδης, εκδ. Κάκτος, 2005. σελ. 67 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαμιόλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)