γαντζόκλειδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαντζόκλειδο ουδέτερο
- (μηχανολογία): εργαλείο με λαβή και ημικυκλική απόληξη η οποία έχει πρόσθετα στην άκρη προεξοχή σαν γάντζο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαντζόκλειδο