γαστρεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστρεκτομή θηλυκό
- (ιατρική): χειρουργική αφαίρεση τμήματος στομάχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστρεκτομή
|