γαϊδουροφωνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊδουροφωνάρα οι γαϊδουροφωνάρες
      γενική της γαϊδουροφωνάρας
    αιτιατική τη γαϊδουροφωνάρα τις γαϊδουροφωνάρες
     κλητική γαϊδουροφωνάρα γαϊδουροφωνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαϊδουροφωνάρα < γαϊδούρι + -ο- + φωνή + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαϊδουροφωνάρα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]