γαϊτάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαϊτάνι | τα | γαϊτάνια |
γενική | του | γαϊτανιού | των | γαϊτανιών |
αιτιατική | το | γαϊτάνι | τα | γαϊτάνια |
κλητική | γαϊτάνι | γαϊτάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαϊτάνι < μεσαιωνική ελληνική γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) < λατινική gaitanum (linum) < Caieta / Gaeta (Γκαέτα) < αρχαία ελληνική Καιήτη (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαϊτάνι ουδέτερο
- έντεχνα πλεγμένο κορδόνι με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή τέσσερεις (τεχρίλι), ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαϊτάνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)