γαϊτάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊτάνι τα γαϊτάνια
      γενική του γαϊτανιού των γαϊτανιών
    αιτιατική το γαϊτάνι τα γαϊτάνια
     κλητική γαϊτάνι γαϊτάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαϊτάνι < μεσαιωνική ελληνική γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) < λατινική gaitanum (linum) < Caieta / Gaeta (Γκαέτα) < αρχαία ελληνική Καιήτη (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαϊτάνι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]