γδάρσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γδάρσιμο τα γδαρσίματα
      γενική του γδαρσίματος των γδαρσιμάτων
    αιτιατική το γδάρσιμο τα γδαρσίματα
     κλητική γδάρσιμο γδαρσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γδάρσιμο < γδέρνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣðaɾ.si.mo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γδάρσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια με την οποία γδέρνω, η αφαίρεση του δέρματος ενός ζώου
  2. σχετικά μικρή σε έκταση λύση της συνέχειας του δέρματος από τραυματισμό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]