γείσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γείσωμα τα γεισώματα
      γενική του γεισώματος των γεισωμάτων
    αιτιατική το γείσωμα τα γεισώματα
     κλητική γείσωμα γεισώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γείσωμα < (ελληνιστική κοινή) γείσωμα < γεῖσον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γείσωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]