γενέθλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γενεθλία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γενέθλια
      γενική των γενεθλίων
    αιτιατική τα γενέθλια
     κλητική γενέθλια
Δείτε και τον ενικό γενέθλιο για ιερά πρόσωπα.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενέθλια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενέθλια (ουδέτερο, πληθυντικός) του επιθέτου γενέθλιος (αρχαία ελληνική)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈne.θli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νέ‐θλι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενέθλια ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη γεννάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γενέθλια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενέθλιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενέθλιος



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γενέθλιᾰ