γενεαλογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενεαλογία οι γενεαλογίες
      γενική της γενεαλογίας των γενεαλογιών
    αιτιατική τη γενεαλογία τις γενεαλογίες
     κλητική γενεαλογία γενεαλογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενεαλογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενεαλογία[1] (η αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου, η καταγωγή των γενών) < γενεά + λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.ne.a.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νε‐α‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γενεαλογία θηλυκό

  1. η αναζήτηση και η απαρίθμηση των προγόνων ενός ατόμου ή μίας οικογένειας
  2. (βιολογία) η σειρά των προγόνων στην καταγωγή ανθρώπου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]