γενεσιουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενεσιουργία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενεσιουργία < γενεσιουργός < αρχαία ελληνική γένεσις (< γίγνομαι) + ἔργον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣe.ne.si.uɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νε‐σι‐ουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενεσιουργία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις γενεσιουργός, γίνομαι και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενεσιουργία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)